σίτος

σίτος
ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α
το σιτάρι
νεοελλ.
φρ. «συγκέντρωση σίτου» — η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ' ενός την προστασία τού εισοδήματος τών σιτοπαραγωγών και, αφ' ετέρου, τη διασφάλιση τής αγοραστικής δύναμης τών χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων
αρχ.
1. είδος τροφής που παρασκευάζεται από σιτάρι σε, αντιδιαστολή προς αυτήν που παρασκευάζεται από κρέας και, ιδίως, σταρένιο ψωμί («σῑτον... καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.)
2. στερεά τροφή, φαγητό, σε αντιδιαστολή προς το ποτό
3. (σπάν.) ζωοτροφή, φορβή
4. η μερίδα που παρεχόταν στους ιππείς
5. (στη Ρώμη) η δημόσια διανομή σιταριού
6. στον πληθ. τὰ σίτα
α) δημητριακοί καρποί
β) προμήθειες, εφόδια («παρέχειν,... σῑτά τε καὶ νέας», Ηρόδ.)
γ) ιατρ. ό,τι αποβάλλεται από τον οργανισμό μετά την πέψη τών τροφών, τα περιττώματα
7. (ως αττ. δικανικός όρος) ποσότητα σιταριού που παρεχόταν δωρεάν από το κράτος σε χήρες και ορφανά
8. φρ. α) «σίτου δίκη»
(στην Αθήνα) αγωγή που κινούσε η αθηναϊκή πολιτεία εναντίον τού συζύγου ή τών κληρονόμων του για την απόδοση τής προίκας ή μέρους της στην σύζυγο μετά τον χωρισμό ή, στην περίπτωση που αυτό δεν ήταν εφικτό, τη χορήγηση τακτικού επιδόματος διατροφής, αγωγή που ανήκε στη δικαιοδοσία τού επώνυμου άρχοντα και παραγραφόταν μετά την παρέλευση 20 ετών από τη λύση τού γάμου
β) «σίτου δίκαι»
(αττ. δίκ.) δίκες εναντίον εκείνων που νόθευαν το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες η λ. σῖτος είναι πελασγικής ή μινωικής προέλευσης ή ανήκει σε κάποιο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. βασκικό zitu «σιτηρά»). Κατ' άλλους, η λ. είναι δάνεια από κάποια άλλη γλώσσα (πιθ. από ρωσ. žito «σιτηρά», αρχ. πρωσ. geits «ψωμί» αιγυπτιακό sw.t «σιτηρά», σουμερικό zid «αλεύρι»). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση με το ρ. ψίω «τρέφω», λόγω της θρεπτικής αξίας τών σιτηρών. Η λ. σῖτος απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή sito, καθώς και στα συνθ. sitokowo, sitopotinija. Η λ., τέλος, δήλωνε αρχικά τους δημητριακούς καρπούς, χρησιμοποιήθηκε, όμως, αργότερα με τη σημ. «τροφή».
ΠΑΡ. σιτάρι(ον), σιτεύω, σιτηρός, σιτίζω, σίτινος, σιτίο(ν), σιτώ, σιτώδης, σιτών(ας)
αρχ.
σιταία, σιτανίας, σιτία, σιτίδιον, σιτικός, σίτωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σιταγωγός, σιτηρέσιο(ν), σιτοβολών(ας), σιτοδεία, σιτοδότης, σιτολόγος, σιτομέτρης, σιτοπώλης, σιτοφάγος, σιτοφόρος, σιτοφύλακας(-αξ), σιτόχρους, σιτώνης
αρχ.
σιταγέρτης, σιταλετικός, σιταποδέκτης, σιταποδοχείον, σιταποχία, σιτάρχης, σίταρχος, σιταρχώ, σιτεκλήμπτωρ, σιτένδεια, σιτευωνώ, σιτηγός, σιτοβολείον, σιτόβολον, σιτοβόρος, σιτογεωργός, σιτοδαισία, σιτοδόκη, σιτοθέτης, σιτοκάπηλος, σιτοκλονούμαι, σιτοκοπικός, σιτοκόπτης, σιτόκουρος, σιτόλεθρος, σιτολειψία, σιτομεταβόλος, σιτόμετρος, σιτομνημονώ, σιτομύλης, σιτονόμος, σιτοπαραλήμπτης, σιτοποιός, σιτοπόνος, σιτόσπορος, σιτοταμίας, σιτουργός
αρχ.-μσν.
σιτοδόκος, σιτοθήκη, σιτοκλέπτης, σιτοκρίθον, σιτοπομπός
μσν.
σιταρκώ, σιτοβρύτις, σιτοπράτης, σιτοφθόρος
νεοελλ.
σιταγορά, σιτάλευρο, σιταποθήκη, σιτάρκης, σιτεμπορία, σιτέμπορος, σιτοκαλλιέργεια, σιτοκρίθι, σιτοπαραγωγή, σιτοπαραγωγός, σιτόσπαρτος. (Β' συνθετικό) άσιτος, αυτόσιτος, οικόσιτος, ομόσιτος, παράσιτος, σύσσιτος
αρχ.
αείσιτος, αναγκόσιτος, απόσιτος, ένσιτος, εύσιτος, κακόσιτος, μετριόσιτος, μικρόσιτος, ολιγόσιτος, πολύσιτος, φιλόσιτος, ωμόσιτος
νεοελλ.
αραβόσιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σῖτος — grain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίτος — ο το σιτάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ситофобия — (σιτος пища, φοβος страх) отказ от приема пищи, наблюдаемый нередко у душевнобольных. Больным кажется, что им подают человеческое мясо или вообще несъедобное, что их хотят отравить, или что им голос свыше велел не дотрагиваться до пищи, или что у …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σῖτα — σῖτος grain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῖτοι — σῖτος grain masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῖτον — σῖτος grain masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόσιτος — η, ο (Α κακόσιτος, ον) αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός αρχ. 1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος 2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς… …   Dictionary of Greek

  • κατάσιτος — κατάσιτος, ὁ (Μ) αυτός που κατατρώγει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιτος (< σῖτος «σιτάρι»), πρβλ. παρά σιτος, σύσ σιτος] …   Dictionary of Greek

  • οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… …   Dictionary of Greek

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”